βαστάγι

βαστάγι
και βαστάι, το (Μ βαστάγιν)
1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι
2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτι
νεοελλ.
1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου
2. ο τοίχος γύρω από το αλώνι
3. φράχτης
4. ο μίσχος των καρπών και των φύλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαστάγι < μσν. βαστάγιν, υποκορ. του μτγν. βασταγή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι …   Dictionary of Greek

  • βασταγίδα — η [βαστάγι] η αλυσίδα ή το σκοινί του καντηλιού …   Dictionary of Greek

  • βασταγιά — η [βαστάγι] 1. το δέμα 2. σωματική δύναμη, αντοχή 3. στήριγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”