- βαστάγι
- και βαστάι, το (Μ βαστάγιν)1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτινεοελλ.1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου2. ο τοίχος γύρω από το αλώνι3. φράχτης4. ο μίσχος των καρπών και των φύλλων.[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαστάγι < μσν. βαστάγιν, υποκορ. του μτγν. βασταγή].
Dictionary of Greek. 2013.